"Κήρυξη πολέμου" από τα Σκόπια.
Γράφει ο Γιώργος Δελαστίκ
Την κήρυξη ανοικτού πολιτικού και διπλωματικού πολέμου από την ακροδεξιά εθνικιστική ηγεσία των Σκοπίων εναντίον της Ελλάδας σήμανε η επιστολή του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ, Νίκολα Γκρούεφσκι, προς τον Ελληνα ομόλογό του, Κώστα Καραμανλή. Τόσο η ουσία των θεμάτων που έβαλε -αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και χορήγηση διπλής υπηκοότητας!- όσο και η προκλητική γλώσσα με την οποία τα έθεσε, καθιστούν σαφέστατη την επιλογή της κυβέρνησης Γκρούεφσκι να οξύνει στο έπακρο τις σχέσεις με την Ελλάδα και να τις καταστήσει εχθρικές χωρίς προσχήματα - και μάλιστα σε μακροπρόθεσμη βάση. Περιττό να τονισθεί ότι έτσι οι διαπραγματεύσεις για το όνομα τινάζονται οριστικά στον αέρα και η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, οφείλει να αποσύρει πάραυτα από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ονομασία «Νέα Μακεδονία», που με ασυγχώρητη επιπολαιότητα είχε σπεύσει να προτείνει με συνεντεύξεις της σε ξένες εφημερίδες προκειμένου να ικανοποιήσει τους Αμερικανούς.
«Στη σημερινή εποχή, όταν γίνεται λόγος για ανθρώπινα πρότυπα, για εγγυήσεις για την ιδιοκτησία και για μειονοτικά δικαιώματα, δεν γίνεται λόγος για το εάν θέλουμε ή όχι να τα επιλύσουμε, αλλά είναι απαραίτητο να τηρούνται ρητώς τα διεθνή πρότυπα», γράφει με εντυπωσιακή θρασύτητα το... «Σλαβοαμερικανάκι» Γκρούεφσκι στην επιστολή του στον Καραμανλή, «κουνώντας του το δάχτυλο» και απαιτώντας άνευ συζητήσεως τη συμμόρφωση του Ελληνα πρωθυπουργού στις απαιτήσεις του, όπως τις διατυπώνει: «Αναγνώριση της μακεδονικής μειονότητας στην Ελληνική Δημοκρατία και άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για την εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα (μακεδονική), καλλιέργεια των πολιτιστικών παραδόσεων και εθίμων μέσω διαφόρων μορφών οργάνωσης, χρήση της μακεδονικής γλώσσας στους τοπικούς θεσμούς στα μέρη της Ελλάδας όπου κατοικεί σημαντικός αριθμός αυτών και άλλες δυνατότητες τις οποίες παραχωρεί κάθε δημοκρατικό κράτος στους πολίτες του οι οποίοι ανήκουν σε εθνοτική κοινότητα διαφορετική από αυτήν που επικρατεί».
Ο Νίκολα Γκρούεφσκι «αναμένει», μάλιστα, από τον Κ. Καραμανλή να «αποκαταστήσει την αδικία» που γίνεται έναντι «μεγάλου αριθμού ανθρώπων» να μην αναγνωρίζει η Αθήνα το δικαίωμα διπλής υπηκοότητας - «μακεδονικής και ελληνικής»!
Δεν παραλείπει, μάλιστα, να επιστήσει την προσοχή του Κ. Καραμανλή στο ότι «η χώρα σας κατέστη μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ» που, όπως αναλύει ο Γκρούεφσκι στον Ελληνα πρωθυπουργό, είναι «θεσμοί όπου δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και στους κανονισμούς για την εγγύηση της ιδιοκτησίας»! Ορμώμενος δε από αυτήν τη φύση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ επισημαίνει αυστηρά στον Καραμανλή ότι «κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υιοθετήθηκαν στην Ελλάδα περισσότεροι νόμοι με τους οποίους κατά κάποιον τρόπο κατασχέθηκαν οι περιουσίες (σ.σ. εννοεί των προσφύγων του Εμφυλίου) και θα συμφωνήσετε ότι τέτοιου είδους νόμοι αντιβαίνουν στα πρότυπα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ»!
Η στάση αυτή της κυβέρνησης των Σκοπίων αποσκοπεί εμφανώς στο να γενικεύσει τη σύγκρουση με την Αθήνα σε όλα τα επίπεδα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι ανάγκη να προσφύγει σε φραστικές ακρότητες, πρέπει όμως να απαλλαγεί από κάθε αυταπάτη ως προς τις προοπτικές των σχέσεων των δύο χωρών. Η ΠΓΔΜ θέλει, επιδιώκει, να είναι πλέον χώρα εχθρική προς την Ελλάδα, και η Αθήνα οφείλει να το λάβει αυτό υπόψη της και να διαμορφώσει πολιτική απέναντι στα Σκόπια τέτοια που απαιτείται απέναντι σε μια εχθρική χώρα. Τα μέχρι τώρα φληναφήματα περί «φιλικού κράτους» κ.λπ. δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Η επιμονή σε τέτοιες θέσεις θα συνιστούσε πολιτική αφέλεια, αν όχι ανοησία, τώρα πια...
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ
Καμιά συζήτηση για το όνομα πια
Απολύτως καμιά ουσία δεν έχουν πλέον οι συνομιλίες για το όνομα. Κάποιος... «κλητήρας» του υπουργείου Εξωτερικών ίσως πρέπει να ασχολείται με τον Μάθιου Νίμιτς για να τηρούνται τα προσχήματα, αλλά μόνο μέχρι εκεί. Ο πρωθυπουργός πρέπει να ασχοληθεί ο ίδιος με τον επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής εναντίον πλέον των Σκοπίων και να δώσει εντολές στην επικέντρωση της δραστηριότητας του υπουργείου Εξωτερικών στην ενημέρωση των εταίρων και συμμάχων της κυβέρνησης στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αναφορικά με το πολύχρονο βέτο που θα προβάλλει διαρκώς η Ελλάδα κατά της ένταξης της ΠΓΔΜ σε αυτούς τους Οργανισμούς.