Έλληνας μαχητής στη Νότια Οσετία εξιστορεί...


Ο Καύκασος είναι ένα μωσαϊκό εθνών, εθνοτήτων και θρησκειών. Τουλάχιστον 28 μικρότερα και μεγαλύτερα έθνη, που άλλα έχουν ασπαστεί το Χριστιανισμό και άλλα το Ισλάμ, καθώς και δεκάδες μικρότερες εθνότητες ζουν εδώ και αιώνες σε τούτο τον ορεινό τόπο. Αλλοτε ειρηνικά, αλλά πολύ συχνά με αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ τους, αποτελούσαν ανέκαθεν μια «πυριτιδαποθήκη», πολύ πιο επικίνδυνη ακόμα και από τα Βαλκάνια. Ο κίνδυνος, τώρα πια, αυξάνεται δραματικά, ιδιαιτέρως λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Κασπία και της σημαντικής γεωπολιτικής θέσης του Καυκάσου.

Μέσα σε αυτή την «πυριτιδαποθήκη», ένα από τα έθνη που έχουν αφήσει το ιδιαίτερο στίγμα τους είναι το ελληνικό και σε αυτόν τον πόλεμο στη Νότια Οσετία τουλάχιστον ένας Ελληνας έχασε τη ζωή του και άλλοι αναζητούνται ακόμη. Πάντως, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία του Ελληνα προξένου στο Νοβοροσίσκ, κ. Θεόδωρου Καμαρινού, και του Συλλόγου των Ελλήνων στη Βόρεια Οσετία, από τους 52 ομογενείς που εκτιμάται ότι ζούσαν στη Νότια Οσετία κανένα άλλο θύμα δεν υπήρξε, πλην του 78χρονου Ιβάν Μιχαηλίδη, που σκοτώθηκε ενώ είχε βρει καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού του, το πιθανότερο από βόμβα.

Δεν ήταν όμως λίγοι και εκείνοι οι Ελληνες που εθελοντικά πήραν τα όπλα για να υπερασπίσουν τη γη τους και το λαό τους, όπως χαρακτηριστικά είπαν στο Ελεύθερο Τύπο. Δίχως όμως -όπως υπογράμμισαν- να ξεχνούν ότι η μακρινή τους πατρίδα είναι η Ελλάδα.

Ο σαραντάρης Μίσα (Μιχαήλ) Αγκάποφ (Αγαπίδης) είναι ένας από αυτούς. Οπως και τα μικρότερα αδέλφια του, Αλάν και Ιρόν. Γεννήματα-θρέμματα της πρωτεύουσας της Νότιας Οσετίας Τσχινβάλι, πολέμησαν ως εθελοντές στην εθνοφυλακή. Επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτων, ο Μίσα, προτού καν ξεκινήσουν οι Γεωργιανοί τη γενική επίθεσή τους στο Τσχινβάλι, ήταν με ομάδες εθνοφυλάκων στα χωριά που βρίσκονται σχεδόν πάνω στα σύνορα της Νότιας Οσετίας με τη Γεωργία. Δηλαδή, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα της πρωτεύουσας της περιοχής.

«Στην πραγματικότητα -λέει στον ΕΤ ο Μ. Αγκάποφ- η Γεωργία είχε ξεκινήσει τον πόλεμο αρκετές ημέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, οπότε και εξαπέλυσε τη γενική της επίθεση με σκοπό την κατάληψη της περιοχής μας. Ειπώθηκε ότι στα σύνορα απλώς γίνονταν ανταλλαγές πυροβολισμών ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς. Δεν είναι έτσι. Τουλάχιστον 4-5 ημέρες πριν από την 8η Αυγούστου, που έγινε μαζική εισβολή, βομβάρδιζαν συνεχώς τα μικρά χωριά στα σύνορα. Οχι, βέβαια, τόσο σκληρά όσο στο Τσχινβάλι, αλλά αρκετά. Καθώς πλησίαζε η έναρξη των Ολυμπιακών, όλοι πιστεύαμε ότι θα σταματήσουν. Εστω προσωρινά. Πόσω μάλλον, αφού και η ίδια η γεωργιανή κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι θα πάψουν οι εχθροπραξίες».

Τα πράγματα όμως κάθε άλλο παρά έτσι εξελίχθηκαν. «Τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου άρχισαν σφοδρότατα να χτυπούν τις θέσεις μας. Την ίδια στιγμή μαθαίναμε ότι βομβαρδίζουν Γεωργιανοί το Τσχινβάλι. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε. Βλέπαμε μεγάλες δυνάμεις, τανκς και πεζικό να κινούνται εναντίον μας και οπισθοχωρήσαμε. Στο Τσχινβάλι επικρατούσε πανικός. Πολλοί κάτοικοί του προσπαθούσαν με ό,τι μέσο διέθεταν να φύγουν, αλλά οι βόμβες έπεφταν βροχή. Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα γεωργιανά τανκς, τα οποία στο πέρασμά τους γάζωναν τους πάντες και τα πάντα. Οικογένειες ολόκληρες εξολοθρεύτηκαν, παιδάκια κάηκαν μαζί με τις μανάδες τους και τους πατεράδες τους στα φλεγόμενα αυτοκίνητα την ώρα που προσπαθούσαν να διαφύγουν. Κάποιοι τα κατάφεραν. Οι υπόλοιποι γύρισαν -όσοι τα κατάφεραν- και κρύφτηκαν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Εμείς μαχόμαστε απεγνωσμένα και προσπαθούσαμε να καθυστερήσουμε κάπως την προέλαση. Στο μεταξύ, το μεγαλύτερο μέρος της πόλης είχε καταληφθεί και τα γεωργιανά τανκς έριχναν με τα κανόνια τους και τα πολυβόλα σε κτίρια και σε ανθρώπους. Ολα τα σχολεία μας, οι δημόσιες βιβλιοθήκες μας, τα κυβερνητικά κτίρια, το πανεπιστήμιό μας και εκατοντάδες σπίτια καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς και κατόπιν από τα τανκς. Είναι ανεξήγητη η μανία τους. Λες και είχαν τέτοιο μίσος, ώστε δεν ήθελαν να μείνει όρθιο τίποτε που να θυμίζει Οσετία».

«Είναι ο τρίτος πόλεμος στον οποίο πολεμάω εναντίον των Γεωργιανών. Το ‘κανα το 1991, το 2004 και τώρα. Και θα το ξανακάνω όσες φορές κι αν χρειαστεί. Οπως θα το κάνω για την πατρίδα μου την Ελλάδα, αν κινδυνεύσει. Γιατί μπορεί ετούτος εδώ να είναι ο τόπος μου, επειδή εδώ έχω γεννηθεί και μεγαλώσει, αλλά δεν ξεχνάω ποτέ ότι είμαι Ελληνας», λέει ο ίδιος και ταυτόχρονα ξεδιπλώνει την ελληνική σημαία που έχει στο σπίτι του, τη στρώνει στο τραπέζι και βάζει επάνω της τα δύο όπλα του. Το ρωσικό Καλάσνικοφ και το αμερικανικό Μ16, που απέσπασε ως λάφυρο από Γεωργιανό, κατά τις μάχες στο Τσχινβάλι.