Η θεωρία των δυόµισι πολέµων

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Η επιδεινούµενη κατάσταση στη Συρία κρατά σε ύψιστη εγρήγορση την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας. Το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και µε το Ισραήλ, παρότι οι σχέσεις των δύο χωρών µε τη ∆αµασκό έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος. Για την Τουρκία, έπειτα από µια πολυετή περίοδο αµοιβαίας εχθρότητας, η Συρία είναι πλέον συµµαχική χώρα. Για το Ισραήλ η κυβέρνηση της ∆αµασκού παραµένει από τα πλέον ανυποχώρητα κι επικίνδυνα αραβικά καθεστώτα στη ρήξη του µε το εβραϊκό κράτος. Παρά τη διαµεσολάβηση της Τουρκίας σε µια προσέγγιση Ισραήλ – Συρίας, τα γεγονότα στον αραβικό κόσµο δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της προσπάθειας. Ετσι η διάσταση Τελ Αβίβ – ∆αµασκού εξακολουθεί να εδράζεται σε πάγιες γεωστρατηγικές σταθερές των δύο χωρών, όπως η ιστορική αντίθεση όλων των κυβερνήσεων της Συρίας στο δικαίωµα ύπαρξης του Ισραήλ, η κατοχή από τον ισραηλινό στρατό της στρατηγικής περιοχής των συριακών κάποτε Υψωµάτων του Γκολάν, η στενή συνεργασία της Συρίας µε το Ιράν και ο έλεγχος που το καθεστώς της ∆αµασκού ασκεί µέσω της ισλαµιστικής οργάνωσης Χεζµπολάχ στον Λίβανο. Στους αποσταθεροποιητικούς – και πιθανόν συγκρουσιακούς – αυτούς παράγοντες για την περιοχή, είναι ζωτικής σηµασίας να συνυπολογιστεί και η κατοχή από τη Συρία βαλλιστικών πυραύλων που µπορούν να πλήξουν στόχους µεγάλης αποστάσεως, κάτι που δεν διαθέτει κανένα άλλο αραβικό κράτος. Ακριβώς αυτό το οπλοστάσιο αποτελούσε – και αποτελεί πάντα – ύψιστη απειλή για την Αγκυρα, όπως άλλωστε και ο κουρδικός πληθυσµός που κατοικεί στη Συρία, ο οποίος µαζί µε τους αντίστοιχους της ΝΑ Τουρκίας, του Β. Ιράκ και του Ιράν συνιστά γι’ αυτή διαρκή πονοκέφαλο. Από την πλευρά της ∆αµασκού, το ζήτηµα της τουρκικής σήµερα επαρχίας του Χατάι και η διαχείριση των υδάτων του Τίγρη και του Ευφράτη αποτελούσαν το ιστορικό σηµείο τριβής στις σχέσεις των δύο χωρών που έφτασαν επανειληµµένα στα πρόθυρα της πολεµικής σύγκρουσης.

Η Συρία είναι παράγωγο της Συνθήκης της Λωζάννης που προέκυψε, όπως όλος ο χάρτης της Μέσης Ανατολής, από τον διαµελισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η αραβική επανάσταση εναντίον του σουλτάνου ξεκίνησε από την περιοχή της µε την καθοδήγηση του Λόρενς της Αραβίας. Αυτή η «συναισθηµατική» παράµετρος που κράτησε την Τουρκία εχθρικά διακείµενη προς τη Συρία (και αντιστρόφως) εµπεριέχει ένα ουσιώδες ιστορικό επιµύθιο: ο δηµιουργός της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεµάλ υπηρέτησε ως νεαρός αξιωµατικός στη ∆αµασκό, όπου µάλιστα ίδρυσε έναν συνωµοτικό πυρήνα, µια φράξια της επαναστατικής οργάνωσης των Νεότουρκων στη Μέση Ανατολή. Από τη ∆αµασκό ο Κεµάλ έφυγε κρυφά και ήρθε – µέσω Πειραιά – στην πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, προκειµένου να ενηµερώσει τους επιφανείς Νεότουρκους, που τότε είχαν εκεί την έδρα τους, για την οικτρή κατάσταση του οθωµανικού κράτους στις αραβικές περιοχές και τους «προδότες» πληθυσµούς τους. Αυτά το 1907. Τριάντα χρόνια αργότερα και ύστερα από µυστικές διπλωµατικές προσπάθειες, ο Κεµάλ ενσωµάτωσε στην Τουρκία την επαρχία του Χατάι στην παραθαλάσσια περιοχή της Αλεξανδρέττας, που προοριζόταν να δοθεί στη Συρία – η οποία ουδέποτε αναγνώρισε το «τετελεσµένο». Τη δεκαετία του 1980 ένα νέο καρκίνωµα εµφανίστηκε στις σχέσεις των δύο χωρών. Ηταν το µεγαλεπήβολο σχέδιο της Αγκυρας για τον έλεγχο-διαχείριση του Τίγρη και του Ευφράτη, δύο ζωογόνων υδάτινων αρτηριών που πηγάζουν από την Τουρκία και παρέχουν το σύνολο σχεδόν του νερού που χρειάζονται Συρία και Ιράκ.

Υπό την απειλήµιας πιθανής σύγκρουσης στην περιοχή, καθώς µάλιστα ήταν σε επικίνδυνη έξαρση το Κουρδικό και οι ελληνοτουρκικές διαφορές, η Αγκυρα επιδόθηκε τότε σε έναν σύνθετο διπλωµατικό µαραθώνιο. Η προσπάθειά της αποσκοπούσε να καθησυχάσει τους φόβους των αραβικών κυβερνήσεων, πολύ περισσότερο µάλιστα όταν έγινε επίσηµα γνωστό ότι η Τουρκία και το Ισραήλ συνήψαν υψηλού επιπέδου συµφωνίες οικονοµικής, επιστηµονικής και στρατιωτικής συνεργασίας. Ως πρόσθετο αντιπερισπασµό της προσπάθειας εκείνης, το κεµαλικό κατεστηµένο διατύπωσε την απειλή της θεωρίας των… δυόµισι πολέµων. Η θεωρία αυτή σήµαινε ότι η Τουρκία, ως περιφερειακή υπερδύναµη, µπορούσε να αντεπεξέλθει επιτυχώς – ταυτόχρονα – σε έναν πόλεµο µε τη Συρία, έναν µε την Ελλάδα και µισό µε τους Κούρδους.

Σήµερα, 15 χρόνια µετά τη διατύπωση αυτής της, αναπόδεικτης ευτυχώς, θεωρίας, το Κουρδικό τελεί υπό τον έλεγχο των ενδιαφερόµενων και συνεργαζόµενων χωρών (Τουρκίας, Συρίας, Ιράκ, Ιράν). Επιπροσθέτως, οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας διάγουν την καλύτερη φάση της ιστορίας τους. Τα 800 χιλιοµέτρων σύνορά τους δεν αποτελούν γραµµή αντιπαράθεσης, έχουν γίνει ανοιχτός ορίζοντας µιας αχανούς αγοράς που βαίνει συνεχώς διευρυνόµενη. Το θέµα του νερού έχει ρυθµιστεί. Η πολιτική της ∆ύσης ενάντια στις δράσεις της Συρίας και του Ιράν στην περιοχή έχει υποχρεωτικό καταλύτη την Τουρκία. Η εποχή που η Συρία περιέθαλπε τον Οτζαλάν αφέθηκε στη λήθη. Οπως και το ζήτηµα του Χατάι.

Ωστόσο, η Μέση Ανατολή είναι καζάνι που βράζει. Και κανείς δεν ξέρει αν όλα αυτά δεν επιστρέψουν στο προσκήνιο µε τη µορφή ενός χειρότερου εφιάλτη. Η περιοχή έχει µακρά παράδοση στις αιµατηρές συγκρούσεις, τα πραξικοπήµατα και τον δεσποτισµό.

Πηγή: Strategy Report